“Παιδιά με σμαραγδένια μάτια”


Η ανθρωπιστική προσέγγιση της παιδικής ψύχωσης και του παιδικού αυτισμού από τη Μίρα Ρόθενμπεργκ

αυτιστική_ τέχνη_2

Κάθε παιδί χτίζει το δικό του φρούριο. Και, καθώς όλα τα παιδιά είναι διαφορετικά το ένα από το άλλο, είναι και τα φρούρια τους διαφορετικά, όπως διαφορετικές είναι και οι γέφυρες που πρέπει να ρίξουμε για να μπούμε μέσα στο οχυρό. Το κάθε παιδί αμύνεται με το δικό του τρόπο εναντίον της εισβολής του φόβου. Όμως όλα τους αμύνονται εναντίον του ίδιου φόβου -του αφανισμού τους- και διεξάγουν την ίδια μάχη για την επιβίωσή τους.»

 

“Παιδιά με σμαραγδένια μάτια”“Παιδιά με πέτρινα μάτια” -όπως μεταφράσθηκε ελληνικά),  είναι ο τίτλος του πρώτου βιβλίου που δημοσίευσε η Μίρα Ρόθενμπεργκ, Αμερικανίδα παιδοψυχολόγος και πρωτοπόρος στη θεραπεία αυτιστικών και ψυχωτικών παιδιών. (Αυτισμός και Ψύχωση)

Στο βιβλίο, το οποίο κατά κάποιο τρόπο είναι ένας απολογισμός του έργου της, η Μίρα Ρόθενμπεργκ περιγράφει τις εμπειρίες της με τα ορφανά εβραιόπουλα που επέζησαν των ναζιστικών στρατοπέδων συγκέντρωσης και με τις έφηβες τροφίμους μιας φυλακής ανηλίκων, και αφηγείται με έντονα βιωματικό τρόπο την θεραπευτική πορεία οκτώ αυτιστικών ή σχιζοφρενικών παιδιών -χωρίς να παραλείψει να αναφέρει τα λάθη και τις αποτυχίες της.

Μεταξύ αυτών είναι και η ιστορία του Ντάνυ, ενός ιδιαίτερα διαταραγμένου παιδιού, του πρώτου αυτιστικού παιδιού που ανέλαβε και, όπως ομολογεί η ίδια, αγάπησε πιο πολύ απ’ όλα αλλά δεν μπόρεσε τελικά να σώσει: Οι γονείς του κουρασμένοι και απελπισμένοι από τις αλλεπάλληλες υποτροπές του απεφάσισαν κάποια στιγμή, νικημένοι, να τον κλείσουν σε ένα ψυχιατρικό ίδρυμα.

Η θεραπευτική “μέθοδος” της Μίρα Ρόθενμπεργκ

Η Μίρα Ρόθενμπεργκ προσπαθούσε πάντοτε να βρει με κάθε τρόπο, ας ήταν και “ανορθόδοξος”, μια δίοδο επικοινωνίας με τα παιδιά που αναλάμβανε που θα της επέτρεπε να κατανοήσει την “τρέλα” τους, να αντιληφθεί το βαθύτερο νόημα και τη λογική της παράξενης συμπεριφοράς τους.

Περνούσε πολλές ώρες της ημέρας με κάθε παιδί, μερικές φορές χωρίς να κάνει φαινομενικά τίποτα, παρατηρώντας μόνο και δηλώνοντας με τη διαρκή και ουσιαστική της παρουσία τη διαθεσιμότητα και το ενδιαφέρον της.

«Τρείς ολόκληρους μήνες», γράφει, «παρατηρούσα [τον Ντάνυ], … ανακάλυψα τον τρόπο που ζούσε και έμαθα να τον αγαπώ. Στο διάστημα αυτό βεβαιώθηκα [ότι] έπρεπε να του δώσουμε όλο το χρόνο που του χρειαζότανε για να με τεστάρει, μετά να με πλησιάσει.

[…] Αυτό το κατακερματισμένο παιδί, το τσακισμένο, που δεν μπορούσε να επιβεβαιώσει την ύπαρξή του παρά μόνο μέσα από την έλξη του θανάτου και τη διαρκή του πρόκληση, αυτό το παιδί είχε το δικαίωμα να το σεβόμαστε. […] αυτό το αυτοκαταστρεφόμενο αγόρι -αυτός ήταν ο μοναδικός Ντάνυ που εκείνος γνώρισε και πίστεψε ίσαμε τότε, αυτόν τον Ντάνυ ήθελε [πρώτα] να γνωρίσουμε και να αγαπήσουμε. […]»

Άλλοτε πάλι άφηνε τα παιδιά να ξεσπάσουν όλη την απελπισία και την οργή τους πάνω της, ελπίζοντας πως έτσι θα μπορούσαν να νιώσουν ότι ο θυμός τους δεν είχε πλέον νόημα, «αφού δεν ήταν πια αναγκασμένα να αμύνονται» -μια σχέση εμπιστοσύνης θα μπορούσε τότε να γεννηθεί.

Η Μίρα Ρόθενμπεργκ δεν δίσταζε επίσης να πάρει κάποιο παιδί στο σπίτι της για να ζήσει μαζί του μερικές ημέρες ή εβδομάδες ή και μήνες κάποια φορά. Μπόρεσε έτσι να αντιληφθεί τις πρακτικές δυσκολίες αλλά κυρίως την ψυχική οδύνη και πίεση που υφίστανται οι γονείς των αυτιστικών ή ψυχωτικών παιδιών και γι’ αυτό δεν υπήρξε ποτέ έντονα επικριτική απέναντί τους, όπως συνέβαινε με άλλους ψυχοθεραπευτές της εποχής της.

«Έμαθα», λέει ή ίδια, «να μην [τους] κρίνω τόσο εύκολα και να μην τους κατηγορώ βιαστικά, με τόση λίγη κατανόηση. […] έμαθα, τουλάχιστον εν μέρει, τι υποφέρουν οι γονείς των παιδιών αυτών. »

Συμπεράσματα

“Το αουτσάιντερ”
της Αυστραλής αυτιστικής καλλιτέχνιδος
Ντόνα Γουίλιαμς (Donna Williams)

Η Μίρα Ρόθενμπεργκ δεν υπήρξε θεωρητικός του αυτισμού ή της παιδικής ψύχωσης και, όπως προκύπτει από την ανάγνωση του βιβλίου της, δεν φαίνεται να ενδιαφέρθηκε να συμμετάσχει ενεργά στις επιστημονικές διαμάχες (μεταξύ ψυχανάλυσης και βιολογικής ψυχιατρικής) για τη φύση του παιδικού αυτισμού και τη σχέση του με την ψύχωση.

Για την ανθρωπιστική ψυχοθεραπευτική προσέγγιση που εφάρμοζε αυτό που είχε σημασία ήταν μόνο ή ιδιαιτερότητα του κάθε συγκεκριμένου παιδιού, η υποκειμενικότητά του, πέρα από την όποια ψυχιατρική διάγνωση και τις θεωρητικές διαμάχες.

«Το τρελό παιδί φοβάται, πληγώνεται, μανιάζει και κλαίει, όπως και το φυσιολογικό παιδί. Κι αυτό αμύνεται μέσα από τη μανία, την επίθεση ή τη φυγή. Η διαφορά είναι πως οι αντιδράσεις του είναι πιο σφοδρές. […]

Η φαινομενική έλλειψη λογικής στην τρέλα κρύβει στην πραγματικότητα μια τέλεια λογική στα πλαίσια που κινείται το τρελό παιδί. Κάθε ατομική τρέλα είναι, γι’ αυτόν που την έχει, μια δημιουργία δομημένη με λογική και ευαισθησία, που θα τον προφυλάξει απ’ αυτό που φοβάται θανάσιμα.»

Και συνεχίζει η Μίρα Ρόθενμπεργκ με φρασεολογία που μερικές φορές μας παραπέμπει στον Μπρούνο Μπετελχάιμ : «Κάθε παιδί χτίζει το δικό του φρούριο.

Και, καθώς όλα τα παιδιά είναι διαφορετικά το ένα από το άλλο, είναι και τα φρούρια τους διαφορετικά, όπως διαφορετικές είναι και οι γέφυρες που πρέπει να ρίξουμε για να μπούμε μέσα στο οχυρό.

Το κάθε παιδί αμύνεται με το δικό του τρόπο εναντίον της εισβολής του φόβου. Όμως όλα τους αμύνονται εναντίον του ίδιου φόβου -του αφανισμού τους- και διεξάγουν την ίδια μάχη για την επιβίωσή τους.»

«Καμιά τρέλα δεν είναι αθεράπευτη», καταλήγει η Μίρα Ρόθενμπεργκ, «απλώς υπάρχουν μερικές περιπτώσεις που δεν ξέρουμε πώς να τις θεραπεύσουμε. Καμιά τρέλα δεν είναι τόσο τρομερή ώστε να μην τολμήσουμε να την αγγίξουμε, δηλαδή να είναι αγιάτρευτη.»

© Χρήστος Μπελόπουλος

2 comments on ““Παιδιά με σμαραγδένια μάτια”

Leave a comment