«Αν με βάλεις στο γηροκομείο θα πεθάνω», έλεγε η μάνα όταν ερχόταν η κουβέντα στα γεράματα. «Έλα βρε μάνα, μια μέρα όλοι θα πεθάνουμε, τι μέσα στο γηροκομείο τι απ’ έξω. Ο θάνατος είναι η μόνη βεβαιότητα».
Όμως εκείνη δεν αστειευόταν, δε φιλοσοφούσε. Πράγματι το φοβόταν, πως στο γηροκομείο θα πεθάνει πριν την ώρα της, ζώντας για όσο καιρό της έμενε σ’ ένα βασανιστικό προθάλαμο θανάτου.
Δεν την έβαλα ποτέ εκεί.
Μα επισκέφτηκα κάμποσες φορές το γηροκομείο, με την ιδιότητα του θεραπευτή. Σε κάθε ανήμπορο γέρο αντιστοιχεί ένα κρεβάτι στενόχωρο σε θάλαμο, δίπλα του υπάρχουν άλλα δύο, τρία ή και τέσσερα ακόμα. Πλάι στο κρεβάτι του ένα μικρό κομοδίνο και κάπου, σε μια γωνιά, μια μικρή ντουλαπίτσα για τα ρούχα. Ίδιος χώρος, ίδια σχεδόν διάταξη θαλάμου νοσοκομείου ή κλινικής. Ξενιτιά σ’ έναν χώρο ουδέτερο, κέντρο διερχομένων.
Το επισκέφτηκα το γηροκομείο.
Δεν έχει αύριο. Όλα τα αύριο είναι απαράλλαχτα ίδια με τα σήμερα. Το ίδιο αδιάφορα και πληκτικά, το ίδιο φονικά και πεθαμένα. Εδώ, οι μόνοι που ζουν, ζουν και ονειρεύονται, σχεδιάζουν και πραγματοποιούν είναι τα μέλη του προσωπικού.
Το ωράριο τους και ύστερα φεύγουν. Για τους γέρους, όμως, τίποτε δε συμβαίνει. Καμιά αλλαγή. Η ζωή σταματάει μόλις διαβούν το κατώφλι του γηροκομείου. Λησμονημένα ρούχα σε ντουλάπα που δεν ανοίγει κανείς. Εδώ δεν έχει συνέχεια.
Εδώ ακούγονται τα βήματα του παρελθόντος. Οι γέροι χάνουν την πρόσφατη μνήμη, αλλά η μνήμη της νεαρής ηλικίας αντιστέκεται. Αυτό δεν είναι κατ’ ανάγκην κακό. Αποβαίνει προς όφελος όταν οι αναμνήσεις επαναφέρουν το τοπίο μιας ευτυχισμένης νιότης. Σύντομα, όμως, τα νιάτα συγκρίνονται με το έγκλειστο παρόν και τραυματίζουν ανυπόφορα.
«Πού ήμουν και πού βρίσκομαι», η μάχη με τις μνήμες. Απρόσκλητες κι ανεξέλεγκτες, συχνά μπερδεμένες, πάντοτε υπενθυμίζουν πως πριν καταντήσουν μνήμες υπήρξαν πράξεις, γεγονότα, έρωτες, πάθη, ζωή. Μάχη χαμένη από χέρι.
Δίνεται νύχτα μέρα και – κυρίως – νύχτα, όταν ο ύπνος είναι δύσκολος και το σκοτάδι άστοργος σύντροφος. Οι νύχτες στο γηροκομείο δεν παλεύονται. Προσπερνιούνται με τη συνδρομή υπναγωγών δισκίων.
Ποιος είπε πως η φωνή των νεκρών δεν ακούγεται; Τη θέση της φωνής πήρε ένα παραιτημένο, θλιβερό, απορημένο βλέμμα. Ποιος λέει πως η φωνή των νεκρών δεν ακούγεται; Δεν έχει παρά να επισκεφτεί τους γέρους στο γηροκομείο.
Εγώ το επισκέφτηκα, το γηροκομείο. Πάντοτε γκρίζο, παλιό κι ερειπωμένο κι ας είναι ενίοτε κτίσμα νεότευκτο. Γίνεται ένα με τους γέρους του, αδειασμένους απ’ τα χρόνια, παρατημένους. Κτήριο και άνθρωποι γίνονται ένα.
Τη μάνα μου, όμως, δεν την έβαλα ποτέ εκεί.
Κώστας Λάνταβος από τη συμμετοχή του στο περιοδικό “δε+κατα”, τεύχος 49, με θεματική τις “Λογετεχνικές περιθάλψεις”. Γράφουν λογοτέχνες που εργάζονται γενικώς στο χώρο της υγείας